- πολυσύχναστος
- -η, -ο, Ν1. (για χώρο, δρόμο, τόπο) αυτός όπου συγκεντρώνονται ή περνούν πολλοί2. κεντρικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + συχνάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιω. Καρασούτσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυσύχναστος — η, ο για τόπο, αυτός όπου συγκεντρώνονται ή περνούν πολλοί άνθρωποι: Δρόμος πολυσύχναστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… … Dictionary of Greek
εμπερισπούδαστος — ἐμπερισπούδαστος, ον (Α) (για περιοχή ναού) πολυσύχναστος … Dictionary of Greek
εύμικτος — εὔμικτος, ον (Α) 1. κοινωνικός 2. (για δρόμο) συχναζόμενος, πολυσύχναστος (διάφ. ανάγν. τού ευεπίμικτος) 3. (για τον θεό) επιεικής, φιλικός, καλοκάγαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μικτός (< μείγνυμι)] … Dictionary of Greek
θαμυρός — θαμυρός, ά, όν (Α) πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Θάμυρις] … Dictionary of Greek
κεντρικότητα — η το να βρίσκεται κάποιος ή κάτι στο κέντρο, το να είναι πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεντρικός. Η λ., στον λόγιο τ. κεντρικότης, μαρτυρείται από το 1834 στον Ιωάννη Φιλήμονα] … Dictionary of Greek
κοσμοσύχναστος — η, ο (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί άνθρωποι, πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + σύχναστος (< συχνάζω), πρβλ. πλυ σύχναστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
λεωφόρος — (I) η πλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, ο οποίος είτε βρίσκεται σε κέντρο πόλης ή σε καίριο σημείο της είτε συνδέει το κέντρο πόλης με τα περίχωρα ή τα περίχωρα μεταξύ τους (α. «λεωφόρος Συγγρού» β. «λεωφόρος Ποσειδώνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος… … Dictionary of Greek
πέρασμα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην πρώην επαρχία Φλωρίνης, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., κάτ.). 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας,… … Dictionary of Greek
περαστικός — ή, ό [περαστός] 1. αυτός που περνά, διαβαίνει από κάπου χωρίς να μένει, ο διαβατικός 2. παροδικός, εφήμερος («περαστική μπόρα») 3. (για τόπο, δρόμο) αυτός από τον οποίο διέρχονται πολλοί, ο πολυσύχναστος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) περαστικά (για… … Dictionary of Greek